- χονδρόπλεκτος
- -η, -ο, Νο πλεγμένος αδρομερώς, με άκομψο τρόπο και χωρίς λεπτομέρειες.[ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο)- / χοντρ(ο)-* + πλεκτός (< πλέκω). Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Άγγ. Βλάχο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek